Είναι γνωστό πως στην Ελλάδα τα τροχαία ατυχήματα και δυστυχήματα αποτελούν μια διαρκή μάστιγα. Μολονότι οι δρόμοι έχουν βελτιωθεί σχεδιαστικά και κατασκευαστικά και τα σύγχρονα οχήματα διαθέτουν ανεπτυγμένα συστήματα ασφάλειας και υποβοήθησης, τα στατιστικά των τροχαίων δυστυχημάτων στην Ελλάδα δεν παρουσιάζουν σημάδια βελτίωσης.
Η Οδική Ομοσπονδία της Ελλάδος (ΟΔΟΜΕΛ) αποτελεί έναν φορέα που ιδρύθηκε το 1955 και αποτελείται από συγκοινωνιολόγους, μηχανικούς, μηχανικούς οδοποιίας, ενώσεις επαγγελματιών οδηγών, εκπαιδευτών οδήγησης και άλλες επαγγελματικές ενώσεις που ασχολούνται αποκλειστικά με το δρόμο και τις οδικές μεταφορές. Μάλιστα, η ΟΔΟΜΕΛ αποτελεί και μέλος της Διεθνούς Οδικής Ομοσπονδίας (IRF).
Πάγια θέση της ΟΔΟΜΕΛ είναι η συγκεντρωτική αντιμετώπιση των ατυχημάτων στους δρόμους με ολιστικές δράσεις προτείνοντας την άμεση ίδρυση Υφυπουργείου Οδικής Ασφάλειας που θα υπάγεται στο ΥΠΟΜΕ ούτως ώστε να ξεπεραστούν τα εμπόδια που προκύπτουν από αλληλοκαλύψεις αρμοδιοτήτων μεταξύ Δήμων, Περιφερειών και του κεντρικού κράτους.
Σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση που εξέδωσε η ΟΔΟΜΕΛ αναφέρονται μεταξύ άλλων: "Η μαύρη λίστα με τα θύματα από τροχαία δυστυχήματα στην Ελλάδα συνεχίζεται δυστυχώς και το 2024. Σχεδόν καθημερινά καταγράφονται οδικά θανατηφόρα δυστυχήματα σε όλη την Ελληνική Επικράτεια.
Όπως μάλιστα έχουμε επανειλημμένα επισημάνει, αυτά διαφέρουν σημαντικά από ό,τι συνέβαινε στο παρελθόν, δηλαδή δεν καταγράφονται σε αυτοκινητόδρομους ή σε αγροτικούς δρόμους. Αντίθετα καταγράφονται στον ιστό των μεγάλων αστικών κέντρων, και ιδιαίτερα στο Λεκανοπέδιο Αττικής αλλά και στη Θεσσαλονίκη. Το 40% των δυστυχημάτων αναφέρεται σε νέα άτομα ηλικίας 18 έως 40 ετών ενώ ένα εξίσου εντυπωσιακό ποσοστό 45%,περιλαμβάνει μοτοσυκλέτες ή πεζούς.
Η Οδική Ασφάλεια σήμερα κινείται σε αχαρτογράφητα νερά, χωρίς ξεκάθαρη στρατηγική, στόχους και όραμα , ενώ δεν νοείται επανάπαυση στην δήθεν μείωση δεικτών που όμως δεν σχετίζεται ούτε με την οδηγητική συμπεριφορά, ούτε με τα απαιτούμενα έργα οδικών υποδομών(κάμερες, στηθαία κλπ).Τα τελευταία εξακολουθούν να είναι ελλειμματικά και ζητούμενα”.