Από τις τρεις κινεζικές αυτοκινητοβιομηχανίες που έχει ξεχωρίσει η ΕΕ, η SAIC που είναι ιδιοκτήτης του brand MG των μοντέλων της οποίας εισάγονται στην ελληνική αγορά, έχει υποβληθεί σε επιπλέον δασμό 36,3% για τα ηλεκτρικά αυτοκίνητα που πωλεί στην Ευρώπη.
Αυτό το ποσοστό είναι υπερδιπλάσιο από τo 17% που θα κληθεί να καταβάλλει η επίσης κινέζικη BYD – αντιπροσωπεύεται και αυτή στην εγχώρια αγορά. Αντιστοίχως, η κινέζικη Geely που είναι μητρική εταιρεία της Volvo βρίσκεται κάπου στη μέση με πρόσθετη επιβάρυνση δασμών της τάξεως του 19,3%.
Ο κύριος παράγοντας που οδηγεί στην άνιση μεταχείριση φαίνεται να είναι τα διαφορετικά "επίπεδα συνεργασίας", ανέφερε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο έγγραφο προσωρινής απόφασης 208 σελίδων που αναρτήθηκε τον Ιούλιο, το οποίο περιλάμβανε ένα λεπτομερές μέρος μόνο για τη SAIC. Συγκεκριμένα, οι απαντήσεις της αυτοκινητοβιομηχανίας με έδρα στη Σαγκάη, "κρίθηκαν εξαιρετικά ανεπαρκείς", ανέφερε το έγγραφο.
Εκπρόσωποι της SAIC, η οποία είναι περισσότερο γνωστή στην Ευρώπη για τα μοντέλα MG, δεν απάντησαν σε αίτημα σχολιασμού. Αλλά η αυτοκινητοβιομηχανία ανέφερε σε μια ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης τον περασμένο μήνα ότι η ΕΕ είχε ζητήσει ευαίσθητες επιχειρηματικές πληροφορίες, όπως η παροχή του χημικού τύπου που χρησιμοποιεί στις μπαταρίες, οι οποίες, όπως είπε, ήταν εκτός του πεδίου διεξαγωγής της έρευνας.
Η ελλειπή ανταπόκριση της SAIC στην ΕΕ ήταν σε αντίθεση με αυτά που έπραξαν οι ανταγωνιστικές κινέζικες εταιρείες της BYD και Geely, οι οποίες προσέλαβαν διεθνή δικηγορικά γραφεία και πραγματοποίησαν ενδελεχή συλλογή δεδομένων. Μάλιστα, στην περίπτωση της BYD, προσέλαβαν εμπειρογνώμονες πολιτικής στις Βρυξέλλες, όπως δήλωσε πηγή που γνωρίζει τα πράγματα.
Αναλυτές της αγοράς αναφέρουν πως μπορεί οι κινέζοι κατασκευαστές ηλεκτρικών οχημάτων να καταλαμβάνουν ένα εντυπωσιακό μερίδιο της συγκεκριμένης αγοράς στην Ευρώπη όμως δεν επιδεικνύουν την ίδια επιδεξιότητα όσον αφορά την άυλη επιρροή που συνήθως ασκούν οι ισχυρές εταιρείες μέσω lobbying.
O Gregor Sebastian αναλυτής της Rhodium Group ανέφερε ότι ορισμένες κινεζικές εταιρείες ενδέχεται να έχουν υποτιμήσει τις πολιτικές και νομικές προκλήσεις που σχετίζονται με την είσοδο στην αγορά της ΕΕ και ως εκ τούτου να μην έχουν διαθέσει αρκετούς πόρους.